- πηρῶ
- πηρόςdisabled in a limbmasc/neut gen sg (doric aeolic)πηρόωmaimpres subj act 1st sgπηρόωmaimpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πηρῶ — Πηρώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πηρώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηρώ — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… … Dictionary of Greek
πηρῷ — πηρός disabled in a limb masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρώ — πηρός disabled in a limb masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηροῦς — Πηρώ fem nom/voc pl Πηρώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηροῖ — Πηρώ fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηροῦ — Πηρώ fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηροῦν — Πηρώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηροῦσιν — Πηρώ fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)